- ετερογένεια
- η гетерогенность, разнородность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ετερογένεια — η 1. η ιδιότητα τού ετερογενούς, το να ανήκει κάποιος σε άλλο γένος, η ανομοιομορφία 2. το βιολογικό φαινόμενο εναλλαγής γενεάς, η ετερογένεση 3. γένεση όντων από άτομα άλλου είδους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterogeny <… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
ψυχιατρική — Κλάδος της ιατρικής, που έχει ως αντικείμενο την κλινική μελέτη των ψυχικών νοσημάτων και τη θεραπεία τους. Η ψ. ως επιστήμη είναι σχετικά πρόσφατη, αν και οι ψυχικές διαταραχές ήταν γνωστές από τους αρχαιότατους χρόνους και διάσημοι γιατροί και… … Dictionary of Greek
ερμηνευτική — Κλάδος της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την ανάλυση και την κατανόηση των λογοτεχνικών κειμένων. Στηρίζεται στο θεμελιώδες επιστημολογικό αίτημα ότι η κατανόηση των επιμέρους στοιχείων που συγκροτούν ένα κείμενο προϋποθέτει τη… … Dictionary of Greek
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
σημαντική ή σημασιολογία — Γενική θεωρία και ιστορική μελέτη της σημασίας των λέξεων. Η σ. πήρε το όνομά της από το Μισέλ Μπρεάλ που, το 1883, πρότεινε να ονομαστεί έτσι (γαλλικά semantique από τη ρίζα του ελληνικού ρήματος σημαίνω) το μέρος της γλωσσολογίας που αναφέρεται … Dictionary of Greek
ομογένεια — η 1. προέλευση από το ίδιο γένος, κοινή καταγωγή. 2. το σύνολο ανθρώπων κοινής καταγωγής: Η ομογένεια της Αμερικής. 3. η σύσταση από τα ίδια στοιχεία (αντίθ. ετερογένεια) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)